υαλοφανής
Смотреть что такое "υαλοφανής" в других словарях:
υαλοφανής — ές, Ν 1. υαλοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ο υαλοφανής (ορυκτ.) άχρωμο, λευκό ή κίτρινο ορυκτό τού καλίου και τού βαρίου, με υαλώδη λάμψη, που ανήκει στην ομάδα τών αστρίων και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φανής (<… … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek